προκαϊνούχος

προκαϊνούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. (φαρμ.) αυτός που περιέχει προκαΐνη
2. φρ. «προκαϊνούχα πενικιλλίνη» — σκεύασμα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης που περιέχει προκαΐνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”